- ψησιά
- η1) порция; 2) количество продуктов для одной готовки, продукты на один раз, на один обед;
μιά ψησιά φασόλια — фасоль на один обед;
μιά ψησιά καφέ — порция кофе на один раз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μιά ψησιά φασόλια — фасоль на один обед;
μιά ψησιά καφέ — порция кофе на один раз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψησία — Α (αμφβλ. τ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «ψῆττα». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ψῆσσα / ψήττα*] … Dictionary of Greek
ψησιά — η, Ν ποσότητα τροφίμων που ψήνονται μαζί, σε μια δόση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. έψησα τού ψήνω + κατάλ. ιά (πρβλ. πατησ ιά)] … Dictionary of Greek
ψησιά — η ποσότητα τροφίμων που παρασκευάζεται κάθε φορά, ό,τι ψήνεται κάθε φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)